-
1 σχόλιο
[схолио] ουσ. о. истолкование, комментарий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχόλιο
-
2 замечание
1. (суждение, высказывание по поводу чего-л.) η επισήμανσ/η, η παρατήρηση, το σχόλιο, (в коносаменте) о όρος, το άρθρο, η ρήτραучитывая - я παίρνοντας/λαμβά-νοντας υπ' όψη τις - εις2. (выговор) η παρατήρηση, η κατάκριση, η επίκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замечание
-
3 комментарий
-
4 примечание
примечание с η παρατήρηση, η σημείωση· το σχόλιο (комментарий)* * *сη παρατήρηση, η σημείωση; το σχόλιο ( комментарий) -
5 примечание
-я ουδ.παρατήρηση, επεξήγηση• σημείωση•подстрочное примечание σημείωση κάτω από τη σειρά•
-я на полях книги παρατηρήσεις στο περιθώριο του βιβλίου.
|| κρίση, κριτική, σχόλιο (λογοτεχνικού ήάλλου έργου)•-я к риторике аристотеля σχόλιο για τη ρητορική του Αριστοτέλη.
-
6 аннотация
το επεξηγηματικό/πληροφοριακό σημείωματο σχόλιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аннотация
-
7 заметка
1. (знак, отметка) το σημάδι 2. (запись, сообщение) η σημείωση, το σημείωμα 3. (печатная) το δημοσίευμα, το σχόλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заметка
-
8 комментарий
το σχόλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комментарий
-
9 корреспонденция
1. (статья, присланная корреспондентом) το άρθρο, το κείμενο, το σχόλιο, η ανταπόκριση 2 (совокупность почтовых отправлений, почтовая переписка) η αλληλογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспонденция
-
10 отклик
1. (в теории цепей) η ανταπόκριση 2. (статья, отзыв и т.п.) το σχόλιο, η κρίση, το άρθροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отклик
-
11 подстрочный
1. (расположенный внизу страницы или под строкой) το σχόλιο (κάτω από τη σελίδα), η υποσημείωση 2. (буквальный, сделанный слово в слово) κατά λέξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подстрочный
-
12 рецензия
το σχόλιο, η κρίση, η γνώμη, η κριτική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рецензия
-
13 сноска
(подстрочное замечание) η υποσημείωση, η παραπομπή, το σχόλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сноска
-
14 ссылка
I.(принудительное переселение, место, куда сослан кто-л.) η εξορία.II. 1. (в оправдание или в подтверждение чего-л.) η αναφοράη παραπομπή2. (цитата, выдержка, указание источника, на которые ссылаются в основном тексте) το σχόλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ссылка
-
15 заметка
заметк||аж1. (отметка, знак) τό σημάδι:делать \заметкаи на дереве κάνω σημάδια στό δέντρο·2. (запись) ἡ σημείωση:\заметка на полях σημείωση στό περιθώριο·3. (печатная) ἡ μικρή είδηση, τό ἀρθράκι, τό σημείωμα:газетная \заметка τό δημοσίευμα, τό σχόλιο· \заметкаи о Пу́шкине ἀρθρα γιά τόν Ποῦσκιν ◊ взять на \заметкау разг κρατώ σημείωση, σημειώνω κάτι· путевые \заметкаи οἱ ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις. -
16 истолкование
истолкова||ниес ἡ ἐρμηνεία, ἡ ἐξήγηση[-ις], τό σχόλιο. -
17 комментарий
комментарийм τό σχόλιο[ν]. -
18 обозревательевать
обозреватель||ева́тьнесов1. ἀγκαλιάζω μέ τό βλέμμα, βλέπω, κοιτάζω:\обозревательеватьевать окрестности βλέπω τά περίχωρα·2. перен (в печати и т. п.) κάνω ἀνασκόπηση, γράφω σχόλιο. -
19 примечание
примечаии||ес τό σχόλιο[ν], τό ὑπόμνημα / ἡ σημείωση [-ις],ή ὑποσημείωση [-ις] (сноска):снабдить \примечаниеями σχολιάζω, ίίπο-μνηματίζω. -
20 толкование
толкованиес1. ἡ ἐρμηνεία, ἡ ἐξήγηση [-ις]·2. (объяснительный текст) τό σχόλιο[ν], ἡ ἐρμηνεία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σχόλιο — το / σχόλιον, ΝΜΑ 1. σύντομη ερμηνεία ή αποσαφήνιση λέξεων, φράσεων ή χωρίων που περιέχονται στα κείμενα αρχαίων, ιδίως, συγγραφέων 2. σύντομη ερμηνευτική σημείωση λέξης ή φράσης που γράφεται στο περιθώριο ενός κειμένου ή στα διάστιχα νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… … Dictionary of Greek
άμποτε — και άμποτες επιφών. (Μ ἄμποτε και ἄμποτες) είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) τού στίχου 971 τού Προμηθέα τού Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Εριγένης, Ιωάννης ο Σκότος — (John ScotusErigenaEriugena, Ιρλανδία 810 – 877;). Φιλόσοφος και θεολόγος. Από το 847 έζησε στο Παρίσι, όπου διετέλεσε διευθυντής της Παλατιανής Σχολής του Παρισιού. Με εντολή του Φράγκου βασιλιά Καρόλου Β’ του Φαλακρού μετέφρασε από τα ελληνικά… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
Mario Vitti — (griechisch Μάριο Βίττι; * 1926 in Konstantinopel) ist ein italienischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik der Università della Tuscia in Viterbo, Italien. Mütterlicherseits ist Vitti griechischer Herkunft, in der… … Deutsch Wikipedia
Витти, Марио — Марио Витти (ит. Mario Vitti род. 1926 Константинополь) итальянский исследователь новой греческой филологии, почётный профессор новой греческой филологии Университета Tuscia в Витербо, Италия. Содержание 1 Биография 2 Работы … Википедия
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek